- ξενότροπα
- ξενότροποςneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξενότροπος — η, ο (Μ ξενότροπος, ον) παράξενος, αλλόκοτος νεοελλ. αυτός που συμπεριφέρεται ή γίνεται κατά τον τρόπο τών ξένων. επίρρ... ξενοτρόπως και ξενότροπα (Μ ξενοτρόπως) με παράξενο τρόπο νεοελλ. σύμφωνα με τις συνήθειες τών ξένων μσν. με θαυμαστό τρόπο … Dictionary of Greek
ξενότροπος — η, ο αυτός που φέρεται ή γίνεται κατά τρόπο ξένο (όχι οικείο, γνωστό, δικό μας), παράξενος, ασυνήθιστος: Ξενότροπα ήθη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)